- ξεχειμάζω
- περνώ τον χειμώνα, διαχειμάζω, ξεχειμωνιάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ-εχείμασα (βλ. λ. ξ[ε]-), αόρ. τού ἐκ-χειμάζω, με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεχειμάζω — ξεχειμάζω, ξεχείμασα βλ. πίν. 35 και πρβλ. ξεχειμωνιάζω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεχειμάζω — ξεχείμασα, βλ. ξεχειμωνιάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεχειμωνιάζω — 1. ξεχειμάζω 2. βγάζω τον χειμώνα, ζω μέχρι το τέλος τού χειμώνα («δεν θα ξεχειμωνιάσει φέτος ο γέρος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + χειμωνιάζω] … Dictionary of Greek
ξεχειμωνιάζω — και ξεχειμάζω ξεχειμώνιασα, αμτβ., περνώ το χειμώνα, διαχειμάζω: Οι νομάδες ξεχειμωνιάζουν στους κάμπους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)